ἐυκλεῖας

ἐυκλεῖας
εὐκλεής
of good report
masc/fem acc pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Εὐκλείας — Εὐκλείᾱς , Εὐκλεία good repute fem acc pl Εὐκλείᾱς , Εὐκλεία good repute fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκλείας — εὐκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem acc pl εὐκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem gen sg (attic doric aeolic) εὐκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem acc pl (ionic) εὐκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυκλείας — ἐυκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem acc pl (epic) ἐυκλείᾱς , εὔκλεια good repute fem gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκλεια — Αρχαιοελληνική θεότητα που λατρευόταν κυρίως στην Αθήνα. Είχε κοινό ναό με την Ευνομία, χτισμένο με τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. Βωμοί και αγάλματά της υπήρχαν στη Βοιωτία, στη Λοκρίδα, στην Κόρινθο, στους Δελφούς κ.α. Στον βωμό της θυσίαζαν …   Dictionary of Greek

  • CELEBRES Coronae — περιβόητοιςτέφανοι, dicuntur Artemidoro, l. 1. c. 79. proprie coronae querceae, laureae, myrteae et oleagineae: quas cum non nisi universorum sufragiis conferri mos esset, merito, qui istiusmodi coronam impetrabat, se apud omnem posteritatem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποθραύω — ἀποθραύω (Α) 1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει) 2. ( ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι 3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» χάνω την υπόληψη μου …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”